Οι ενοχές είναι ένας καλός μηχανισμός, αρκεί το παιδί να μην είναι υπερβολικά αυστηρό με τον εαυτό του.

Οι ενοχές μπορεί να αποτελέσουν ένα πολύπλοκο στοιχείο στην εξίσωση γονιού-παιδιού. Νιώθουμε ενοχές, νιώθουν και αυτά ενοχές, μπορεί να τα κάνουμε να νιώθουν ενοχές και στη συνέχεια να νιώσουμε ένοχοι για αυτό. Όμως σίγουρα κάποια είδη ενοχής αποτελούν ένα υγιές κομμάτι της ανάπτυξης του παιδιού.

Η Τίνα Μάλτι, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, που μελέτησε την ανάπτυξη της ενοχής στα παιδιά, τη θεωρεί συναίσθημα παρόμοιο με την ενσυναίσθηση. «Η ηθική ενοχή είναι υγιής, είναι καλό να αναπτύσσεται», λέει. «Αποτρέπει το παιδί από την αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά». Ένα παιδί που έκανε ένα άλλο παιδί να κλάψει, μπορεί να έχει ενσυναίσθηση και να αισθάνεται άσχημα που έκανε το άλλο παιδί να νιώσει άσχημα. Ή μπορεί να νιώθει ενοχές επειδή αυτό που έκανε στο άλλο παιδί παραβίασε τις δικές του αρχές περί ορθού και λάθους. «Οι δύο αυτές αντιδράσεις μπορούν να πηγαίνουν μαζί ή μπορεί να υπάρχουν εντελώς ανεξάρτητα», επισημαίνει η δρ Μάλτι.

Αναπτυξιακό μονοπάτι

Υπάρχει ένα αναπτυξιακό μονοπάτι που οδηγεί στην ενοχή. Τα πολύ μικρά παιδιά μπορεί να κλάψουν αν σπάσουν ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούν να κατανοήσουν την προοπτική ενός μεγάλου ανθρώπου για να νιώσουν το πιο πολύπλοκο συναίσθημα της ενοχής πριν από τα έξι τους χρόνια. Μέχρι τότε, τα περισσότερα παιδιά αναφέρουν ενοχές όταν κάνουν παραβάσεις και αυτό μπορεί να τα βοηθήσει να φέρονται στους γύρω τους με ευγένεια. «Υπάρχουν πολλές αποδείξεις που φανερώνουν ότι οι ενοχές προωθούν την κοινωνική συμπεριφορά του παιδιού», αναφέρει η δρ Μάλτι.

Η ενοχή είναι το εσωτερικό συναίσθημα, τι νιώθεις επακριβώς όταν γνωρίζεις ότι έκανες ένα σφάλμα ή ότι έβλαψες κάποιον. Η ντροπή είναι εξωτερικό συναίσθημα, αυτό που νιώθει κανείς πριν από την κρίση άλλων μελών της οικογένειάς του ή της κοινωνίας που γνωρίζουν την παράβασή του. Αλλά η διάκριση αυτή είναι υπεραπλουστευμένη, όπως τονίζει ο Ρόι Ρίτσαρντ Γκρίνγκερ, καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Τζ. Ουάσιγκτον, επειδή ακόμη και χωρίς να υπάρχει κοινό, μπορεί να νιώθουμε ντροπή με τη φαντασία μας». «Μέρος της ανάπτυξής μας περιλαμβάνει και την εσωτερίκευση των αξιών που έχει η κοινωνία», τονίζει ο Γκρίνγκερ.

Για τον Κόλιν Λιτς, καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, τόσο η ντροπή όσο και η ενοχή είναι υπερβολικοί όροι. «Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος που οι ενήλικες και τα παιδιά σκέπτονται αναφορικά με κάποια σφάλματα. Πόσο πιστεύουν ότι αυτοί ή η σχέση τους μπορεί να βελτιωθεί με προσπάθεια». Είναι ανησυχητικό, δηλαδή, όταν ένα παιδί χτυπάει ένα άλλο προκειμένου να πάρει κάτι, όχι από θυμό και δεν αντιδρά στο κακό πάθημα του άλλου παιδιού.

Η ενοχή είναι μέρος της ομαλής αναπτυξιακής πορείας του παιδιού και δεν θέλουμε τα παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς ενοχές, αλλά ταυτόχρονα ανησυχούμε ότι μπορεί να κρίνουν υπερβολικά αυστηρά τους εαυτούς τους ή να νιώσουν υπεύθυνα για πράγματα πέρα από τις δυνάμεις τους, όπως παραδείγματος χάρη συμβαίνει όταν ένα παιδί αισθάνεται υπεύθυνο για τους καβγάδες ή το διαζύγιο των γονιών του.

Πηγή: kathimerini.gr