Η έντονη και ανησυχητική άρνηση του παιδιού για το σχολείο, η οποία εκφράζεται με άγχος και αποκαλείται σχολική φοβία, είναι πιθανόν να ταλαιπωρήσει τους μικρούς μαθητές σε κάποιο στάδιο της μαθητικής τους ζωής. Ορίζεται έτσι ο αδικαιολόγητος, παράλογος τρόμος για κάποιο στοιχείο της σχολικής διαδικασίας ο οποίος οδηγεί σε αδυναμία του μαθητή να παρακολουθεί τα μαθήματά του.
Το άγχος του παιδιού μπορεί να είναι πραγματικά έντονο και να εκδηλώνεται σωματικώς με ποικίλους τρόπους, όπως: ναυτία, πονοκέφαλο, αίσθημα κόπωσης, ρίγος, ταχυκαρδία, συχνουρία. Αυτές οι απατηλές ενδείξεις σωματικής εξασθένησης είναι στην πραγματικότητα ψυχοσωματικές εκδηλώσεις του άγχους του παιδιού.
Εάν με απρόσεκτο τρόπο η ευαίσθητη ψυχοσύνθεση του παιδιού πιεστεί σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό είναι πιθανόν να επιδεινώσει την κατάσταση και να οδηγήσει σε εκδήλωση πανικού από την πλευρά του παιδιού.
Τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά που πηγαίνουν για πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό ή στο σχολείο ενδεχομένως βιώνουν το λεγόμενο άγχος του αποχωρισμού και δεν μπορούν να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους στην απαίτηση της καθημερινής απομάκρυνσης από τα πρόσωπα ή το πρόσωπο που το φροντίζει στο σπίτι. Η απασχόληση του παιδιού επί πολλές ώρες μακριά από το οικείο περιβάλλον του σπιτιού ίσως προκαλέσει στρες και πραγματική κόπωση, κάνοντάς το να νιώθει ευάλωτο και μη έχοντας τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της ημέρας του.
Μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά πιθανόν να διακατέχονται από αγοραφοβία, οπότε πρόκειται για την κοινωνική ζωή του σχολείου που προκαλεί άγχος: η συμμετοχή σε ομαδικά παιχνίδια, η απαγγελία της προσευχής μπροστά σε όλους τους μαθητές του σχολείου, η ανάγκη να αναγνώσει δυνατά μπροστά σε όλους ή να απαντήσει σε ερωτήσεις του δασκάλου του.
Επίσης, μικροί μαθητές που επιστρέφουν στο σχολείο μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διακοπών συχνά νιώθουν πως έχει χαθεί η οικειότητα που είχαν αναπτύξει με το πλαίσιο του σχολείου και τη σχολική ζωή. Ένα πλαίσιο στο οποίο η γνώριμη φιγούρα του δασκάλου ή της δασκάλας έχει αλλάξει, στο οποίο τα πρόσωπα των συμμαθητών και των στενών φίλων δεν είναι πια τα ίδια, προξενεί στο παιδί ανασφάλεια, ιδιαιτέρως καθώς το νέο αυτό περιβάλλον κρατεί το παιδί μακριά από τη θαλπωρή και την ασφάλεια της οικογένειας.
Μια πηγή άγχους ίσως είναι ένα δυσάρεστο συμβάν που έζησε το παιδί στο σχολείο ή ακόμη και καθ’ οδόν προς το σχολείο (π.χ. η επίθεση από έναν σκύλο, η άσχημη συμπεριφορά από άλλα παιδιά, ένας τραυματισμός του παιδιού, μια αδιαθεσία, η εκδήλωση μιας ασθένειας [εμετός, διάρροια, ίλιγγος], κ.λ.π.), οπότε πραγματοποιεί μέσα στο μυαλό του τη σύνδεση του δυσάρεστου συμβάντος με το σχολείο και φοβάται ότι την επόμενη φορά που θα βρεθεί στο σχολείο ή στο σχολικό λεωφορείο ή στον δρόμο προς το σχολείο, θα επαναληφθεί το ίδιο δυσάρεστο γεγονός.
Είναι απαραίτητη η προσπάθεια των γονέων να πλησιάσουν το παιδί και να καταλάβουν τι πραγματικά του συμβαίνει. Είναι χρήσιμο να έχει ο γονιός κατά νου μερικούς από τους ποικίλους παράγοντες που ενθαρρύνουν την εκδήλωση σχολικής φοβίας, ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθεί πώς νιώθει το παιδί του.
Τέτοιοι παράγοντες είναι:
- η άσχημη, επιθετική συμπεριφορά άλλων παιδιών
- κάποια τραυματική εμπειρία του παιδιού (π.χ. το να έχει υποστεί βία ή να γίνεται μάρτυρας βίαιης συμπεριφοράς, το να πενθεί επειδή έχει χάσει αγαπημένο του πρόσωπο ή το κατοικίδιο ζωάκι του)
- το να πηγαίνει στο σχολείο για πρώτη φορά
- το να αλλάζει σχολείο (συνηθισμένο αποτέλεσμα μετακόμισης, άρα ευρύτερης αλλαγής: σπιτιού, γειτονιάς, φίλων)
- το να επιστρέφει στο σχολείο μετά από μια μακρά περίοδο απουσίας (λόγω διακοπών ή ασθένειας)
- η επικείμενη άφιξη ενός νέου παιδιού στην οικογένεια, την οποία το παιδί νιώθει ως απειλή
- προβλήματα στην οικογένεια (π.χ. σοβαρή ασθένεια, γάμος γονιών που βαίνει προς διάλυση)
- το να μην είναι δημοφιλής στο σχολείο
- το να μην έχει υψηλή επίδοση στα μαθήματα ή σε δοκιμασίες όπως τα αθλήματα και τα ομαδικά παιχνίδια, με αποτέλεσμα να νιώθει ότι αποτυγχάνει.
Οι γονείς χρειάζεται να ενημερώνουν το σχολείο και τον παιδίατρο για το πρόβλημα του παιδιού. Όταν γονείς, παιδίατρος και σχολείο δεχθούν ότι το παιδί δεν «παίζει», μα ειλικρινώς υποφέρει, τότε η συνεργασία τους είναι πολύ αποδοτική.
Όπως έχει ήδη τονιστεί, είναι σημαντικό να είναι σε εγρήγορση οι γονείς ώστε να εντοπίσουν στη ζωή της οικογένειας και του παιδιού κάποιον από τους προαναφερθέντες αρνητικούς παράγοντες που ενθαρρύνουν την εκδήλωση Σχολικής Φοβίας.
Ως προς τους νέους μαθητές της Α’ Δημοτικού ―όπως και στην περίπτωση των μικρών μαθητών της προσχολικής βαθμίδας― συνήθης επιτυχημένη τακτική των γονιών είναι να προετοιμάζουν ψυχολογικά το παιδί καιρό πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Τέτοιου είδους προετοιμασία επιτυγχάνεται με το να συζητάμε με τα παιδιά για το νέο αυτό μεγάλο γεγονός στη ζωή τους, με το να επισκεφθούμε με το παιδί το μελλοντικό του σχολείο ώστε να δει μαθητές να διασκεδάζουν στο διάλειμμα, να έχουν διακοσμήσει όμορφα τις αίθουσές τους, κ.λπ., με το να γνωρίσει, ει δυνατόν, μελλοντικούς συμμαθητές του ή και τον δάσκαλο ή τη δασκάλα του, με το να μιλήσουμε για τα όσα θα μάθει στο σχολείο, για το πώς θα ήθελε τη σχολική του τσάντα, τι θα βάλει μέσα κ.τ.ό. Καλλιεργείται με τον τρόπο αυτόν η προσδοκία για κάτι το ευχάριστο και το παιδί δεν νιώθει να σύρεται σε ένα νέο απαιτητικό πλαίσιο χωρίς να είναι προετοιμασμένο, χωρίς να έχει τον έλεγχο όσων το αφορούν.
Το παιδί που υποφέρει από τέτοιου είδους άγχος χρειάζεται αποδεδειγμένα την αγάπη και την εμπιστοσύνη μας. Δεν νιώθει τόσο μόνο αν ακούσει ότι και εμείς ως παιδιά είχαμε κάποια ανάλογη δυσκολία και κατανοούμε πώς νιώθει. Δεν βοηθά το παιδί να περιγελούμε τις ανησυχίες του και τους φόβους του ως αστήρικτους και μη πραγματικούς. Έχει ανάγκη από αγάπη και επιβεβαίωση, από αποδοχή και ασφάλεια.
Η εγρήγορση και η συμπαράσταση των γονέων και των δασκάλων είναι απαραίτητος σύμμαχος της προσπάθειας του παιδιού να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Φυσικά, ο απολύτως ειδικός σύμβουλος σε θέματα τέτοιου χαρακτήρα είναι ο παιδοψυχίατρος, καθώς και ο παιδοψυχολόγος, που θα σταθεί αρωγός και θα αποτρέψει πιθανά λάθη στο χειρισμό της κατάστασης από μη ειδήμονες.