Η Λογοθεραπεία αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της εργασίας που γίνεται στα κέντρα αποκατάστασης παιδιών με εγκεφαλική δυσλειτουργία. Περίπου 65 – 70% των παιδιών αυτών παρουσιάζουν κάποια δυσκολία στην ομιλία. Οι δυσκολίες ποικίλουν από ελαφρές ανωμαλίες της άρθρωσης, όπως μια ελαφρά δυσαρθρία, – δηλαδή, μια διαταραχή στην κινητικότητα των γλωσσικών οργάνων (χείλη, γλώσσα κ.λ.π.) και στο συντονισμό των κινήσεων που χρειάζονται για την εκπομπή του λόγου – έως και την τέλεια έλλειψη προφορικού λόγου.
Η θεραπεία γίνεται σε ατομική βάση, δηλαδή με κάθε παιδί ξεχωριστά, και σε συχνότητα δύο τουλάχιστον φορές εβδομαδιαίως, ανάλογα με τη φύση της γλωσσικής διαταραχής. Κατά τα τέσσερα έτη λειτουργίας της ΕΛΕΠΑΠ Αγρινίου (1999-2003), έγιναν αρκετές λογοθεραπευτικές αξιολογήσεις και περίπου 1500 λογοθεραπευτικές συνεδρίες ετησίως, με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Ο σκοπός είναι να καταστήσουμε ικανό το παιδί να αποκτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο έλεγχο επί των οργάνων της ομιλίας, ώστε να μπορεί να μιλά ελεύθερα και να εκφράζει τις ανάγκες του.-
Η λογοθεραπεία αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό κρίκο της αλυσίδας των εργασιών που γίνονται σε κέντρα αποκατάστασης παιδιών με εγκεφαλική παράλυση.
Στην πράξη, συναντά κανείς καθυστερήσεις λόγου, φωνολογικές διαταραχές, τραυλισμούς, δυσαρθρίες, ανοιχτές ρινολαλίες κ.α. Η δυσαρθρία, όμως, είναι η συχνότερη διαταραχή λόγου στις εγκεφαλοπάθειες.
Οι δυσκολίες αυτές εξαρτώνται καταρχήν από την ποιότητα του μυϊκού τόνου. Παραδείγματος χάριν: Το παιδί με αυξημένο μυϊκό τόνο και ενδιάμεσους σπασμούς τείνει προς ένα μοντέλο ομιλίας εκρηκτικής με μακρές παύσεις. Στις βαριές περιπτώσεις, το παιδί αυτό μπορεί να μπλοκαριστεί τελείως και να είναι ανίκανο να κινήσει το μηχανισμό της ομιλίας.
Το παιδί με αθέτωση, μία διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ακούσιες κινήσεις, παρουσιάζει ευμετάβλητη ομιλία, όπως επίσης ξαφνικές και χωρίς έλεγχο εναλλαγές του τόνου της ομιλίας.
Το παιδί με αταξία παρουσιάζει μια ομιλία μη συντονισμένη, με έλλειψη ρυθμού.
Εκτός από την ποιότητα του μυϊκού τόνου, μεγάλο ρόλο στην κατάκτηση της ομιλίας παίζουν οι γνωστικές λειτουργίες αυτών των παιδιών. Δηλαδή, ένα παιδί, με βαριές κινητικές διαταραχές και με χαμηλή νοημοσύνη, μπορεί να είναι εντελώς ανίκανο να μιλήσει, ενώ άλλο παιδί με τις ίδιες κινητικές διαταραχές και με ικανοποιητική νοημοσύνη, θα μπορέσει να μιλήσει αν υπερνικήσει τις κινητικές του δυσκολίες. Στις περιπτώσεις μικρών εγκεφαλικών δυσλειτουργιών, που όμως υπάρχει καλό νοητικό δυναμικό οι διαταραχές του προφορικού λόγου είναι μικρές και πολλές φορές ασήμαντες.
Δουλεύοντας καθημερινά με παιδιά που πάσχουν από εγκεφαλική παράλυση, παρατηρούμε ότι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, παρουσιάζουν διαταραχές άρθρωσης, οι οποίες οφείλονται σε βλάβη των κεντρικών νευρικών οδών και πυρήνων των νεύρων, που συμμετέχουν στην ομιλία.
Οι βλάβες στο κεντρικό νευρικό σύστημα δημιουργούν κινητικές δυσκολίες στον αρθρωτικό μηχανισμό (παρέσεις χειλιών, γλώσσας, μαλθακής υπερώας και άλλα). Έτσι, πολλά από τα παιδιά αυτά αδυνατούν να αρθρώσουν φθόγγους ή λέξεις (αναρθρία), ενώ άλλα συναντούν κατά την άρθρωση μικρές ή μεγάλες δυσκολίες (δυσαρθρία).
Τ Υ Π Ο Ι Δ Υ Σ Α Ρ Θ Ρ Ι Α Σ
ΤΥΠΟΙ | ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΟΜΙΛΙΑΣ |
1.ΥΠΕΡΤΟΝΙΚΗ | Σοβαρή ανακρίβεια στην άρθρωση, η φωνή ακούγεται βαθιά, βραχνή, μονότονη και παράγεται με μεγάλη προσπάθεια. |
2. ΥΠΟΤΟΝΙΚΗ | Έντονη ρινολαλία, ασαφής άρθρωση φθόγγων, μονότονη ομιλία, ηχηρή εισπνοή, βραχνή φωνή, μικρές προτάσεις. |
3. ΑΤΑΞΙΚΗ | Ανακρίβεια στην άρθρωση φθόγγων, παραμόρφωση φωνηέντων, αλλαγή στην προσωδία και ένταση της φωνής, γενικά αργός ρυθμός. |
4. ΥΠΟΚΙΝΗΤΙΚΗ | Εξασθενημένη μονότονη φωνή, αυξημένη ταχύτητα και απότομες παύσεις. |
5. ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΗ Υπάρχουν δύο Μορφές | Α) ΤΑΧΕΙΑ ΜΟΡΦΗΠ.χ. Χορεία: Χαρακτηρίζεται από πολλές μεταβολές στην άρθρωση, υπερβολική ρινική χροιά, ξαφνικές παύσεις, δυσανάλογο τονισμό, ποικίλη ταχύτητα.Β) ΒΡΑΔΕΙΑ ΜΟΡΦΗ
Π.χ. Αθέτωση: Χαρακτηρίζεται από παραποιημένη άρθρωση συμφώνων και φωνηέντων, βραχνάδα, παύση στην φώνηση, άκουσμα του αέρα κατά τη διάρκεια της εισπνοής, τρέμουλο φωνής. |
6. ΜΕΙΚΤΗ | Συνυπάρχουν χαρακτηριστικά των παραπάνω τύπων. |
Γενικά, η διάγνωση του είδους της δυσαρθρίας είναι δύσκολη, δυσχεραίνεται δε περισσότερο, όταν οι διάφορες ομάδες μυών φέρουν άλλες υπερτονικά, άλλες αθετωσικά και άλλες αταξικά συμπτώματα.
Δύσκολο, επίσης, είναι να γίνει σαφής εκτίμηση της ομιλίας αυτών των παιδιών, διότι η ομιλία ή η έλλειψή της δεν είναι σταθερή. Ποικίλει διαρκώς, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του μυϊκού τόνου σε κάθε δοθείσα στιγμή. Αυτό εξαρτάται από τη θέση του σώματος τη συγκεκριμένη στιγμή και από το βαθμό των ερεθισμάτων που δέχεται το παιδί από το περιβάλλον του. Αυτοί οι παράγοντες, βεβαίως, είναι έντονα μεταβλητοί, ώστε, τη μία στιγμή ορισμένα χαρακτηριστικά της ομιλίας να είναι έκδηλα και την άλλη, να έχουν εξαφανιστεί και τη θέση τους να έχουν πάρει κάποια άλλα. Γι’ αυτό ακριβώς πιστεύουμε πως, δουλεύοντας με ένα παιδί με εγκεφαλική παράλυση, είναι αναγκαίο να δούμε το πρόβλημα στο σύνολό του και να μην επικεντρωθούμε σε ένα μέρος του. Εάν, παραδείγματος χάριν, προσπαθήσουμε να απομονώσουμε την ομιλία και να την εξετάσουμε ανεξάρτητα από τη γενική κινητική του κατάσταση, δε θα μπορέσουμε να έχουμε σωστή εικόνα του προβλήματος της ομιλίας. Πρέπει, δηλαδή, να δούμε την ομιλία σε σχέση με τη μη φυσιολογική κινητική συμπεριφορά του υπόλοιπου σώματος.
Ειδικότερα, εξετάζοντας ένα παιδί, πρέπει να ελέγξουμε πέντε βασικούς τομείς:
1. Την ικανότητά του να κινεί τα μέρη του σώματός του, που είναι συνδεδεμένα με τους μηχανισμούς της ομιλίας, όπως το κεφάλι, το λαιμό και τους ώμους
- Κατά πόσο μπορεί να πίνει, να δαγκώνει και να μασά.
- Την αναπνοή, η οποία είναι η βάση της ομιλίας.
2. Την ικανότητά του να κινεί και να χειρίζεται τα όργανα της ομιλίας του, δηλαδή σιαγόνες, χείλη και γλώσσα. Και
3. Κατά πόσον μπορεί να παράγει φωνή, όταν του ζητούμε να μιλήσει.
Κάτι, τέλος, που δεν πρέπει να παραμελήσουμε, είναι οι αισθητηριακές διαταραχές, ιδιαίτερα οι διαταραχές της ακοής και της όρασης. Υπάρχουν συχνά κεντρικές και περιφεριακές ακουστικές διαταραχές, που εμποδίζουν την αντίληψη και την ανάλυση των φθόγγων. Εκτός αυτού, τα παιδιά με κινητικές δυσκολίες δεν έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν συνεχώς περιβάλλον, πράγμα που επιδρά αρνητικά στον σχηματισμό νέων ακουστικών παραστάσεων και δυναμικών στερεοτύπων. Συχνές είναι επίσης και οι περιπτώσεις περιφεριακών οπτικών αλλοιώσεων που, ως ένα βαθμό, επηρεάζουν αρνητικά τις δυνατότητες ανάπτυξης του λόγου.
Πριν, όμως, αναφερθούμε στη θεραπευτική αγωγή, θα ήταν χρήσιμο να μιλήσουμε για τις βασικές προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την έναρξη της θεραπείας.
Η πρώτη βασική προϋπόθεση, για να αρχίσουμε θεραπεία, είναι η επαρκής νοημοσύνη για ομιλία. Το παιδί πρέπει να έχει φθάσει σε ένα επίπεδο διανοητικής ανάπτυξης, που να του επιτρέπει να κατανοεί το λόγο. Εάν δεν φαίνεται να έχει το γνωστικό επίπεδο, η θεραπεία θα πρέπει να καθυστερήσει.
Δεύτερη προϋπόθεση είναι να έχει φθάσει το παιδί σε ένα επίπεδο νευρομυϊκής ανάπτυξης, ώστε να μπορεί να ασκήσει κάποιον έλεγχο στο μηχανισμό της ομιλίας και στα μέρη του σώματός του, που έχουν σχέση μ’ αυτή. Θεραπεία, που ξεκίνησε χωρίς να έχει φθάσει το παιδί σ’ αυτό το στάδιο, έχει αποτύχει, διότι, εάν, παραδείγματος χάριν, πριν από τη θεραπεία, ένα παιδί μπορεί να κάνει μόνον ολικές κινήσεις, κατά ένα μη φυσιολογικό και άτακτο τρόπο, πώς είναι δυνατό, αυτό το παιδί να κάνει τις λεπτές κινήσεις της σιαγόνας, των χειλιών και της γλώσσας, που απαιτούνται στην ομιλία;
Τρίτη βασική προϋπόθεση είναι η σωστή αναπνοή, δηλαδή κανονική εισπνοή – εκπνοή. Η αναπνοή είναι για την ομιλία ό,τι είναι ο μυϊκός τόνος για την κίνηση, δηλαδή είναι η βάση της. Ο σχηματισμός του φθόγγου γίνεται στην εκπνοή, αλλά πολύ συχνά τα παιδιά αυτά δοκιμάζουν να μιλήσουν κατά τη διάρκεια της εισπνοής, με αποτέλεσμα οι φωνητικές χορδές να μη μπορούν να τεθούν σε κραδασμό και έτσι οι φθόγγοι να βγαίνουν άτονοι και σιγανοί.
Τέλος σημαντικό ρόλο παίζει το κατά πόσον το κεφάλι μπορεί να σταθεί σε ευθεία γραμμή με τον κορμό, όταν το παιδί κάθεται. Όταν πετύχουμε αυτό, βλέπουμε πως το παιδί ευκολότερα κλείνει το στόμα του και, επομένως, καταπίνει και το σάλιο του, διότι η σιελόρροια είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παιδιών αυτών.
Περνώντας στη συνέχεια στο πρώτο στάδιο της θεραπευτικής αγωγής, προσπαθούμε να περιορίσουμε τα παθολογικά πρότυπα στάσης και κίνησης τα οποία παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της ομιλίας, εξασφαλίζοντας για το παιδί την πιο κατάλληλη θέση. Η σωστή θέση του παιδιού και του θεραπευτή διευκολύνει τις φυσιολογικές κινήσεις του στόματος, που έχουν σχέση με την ομιλία. Είναι βασικό να αναφέρουμε ότι το παιδί θα προσαρμοστεί σε μια τέτοια θέση, μόνο όταν έχουμε δημιουργήσει μια καλή ψυχολογική επαφή μαζί του. Η θεραπεία του λόγου γίνεται, συνήθως, ατομικά, γιατί το κάθε παιδί αποτελεί ιδιόμορφη περίπτωση και, κατά συνέπεια, οι σχέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ παιδιού και θεραπευτή, είναι σε τελική ανάλυση, ο βασικός παράγοντας της επιτυχίας στη θεραπεία.
Στο δεύτερο στάδιο της θεραπευτικής αγωγής, σκοπός μας είναι να διευκολύνουμε την ανάπτυξη ωριμότερων κινήσεων στο μάσημα, στο δάγκωμα και στην παραγωγή φωνής. Η μάσηση είναι λειτουργία συνδεδεμένη με την κατάποση και βασική για την ομιλία, διότι μόνο όταν το παιδί μπορεί να μεταχειρίζεται σιαγόνες, χείλη και γλώσσα γι’ αυτές τις βασικές λειτουργίες, (δηλαδή μάσηση, κατάποση), θα είναι σε θέση να τα μεταχειρίζεται και στην ομιλία, η οποία απαιτεί μεγαλύτερη ταχύτητα και ακρίβεια.
Όσον αφορά την παραγωγή του ήχου, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είναι εύκολη και πρέπει να την προσέξουμε πολύ σε κάποιες περιπτώσεις. Παραδείγματος χάριν, το παιδί με αυξημένο μυϊκό τόνο, προσπαθώντας να μιλήσει, δεν είναι σε θέση να διαχωρίσει τις κινήσεις του μηχανισμού της ομιλίας, από τις υπόλοιπες κινήσεις του σώματός του, με αποτέλεσμα, κάθε φορά που μιλάει ή που κάνει προσπάθεια να μιλήσει, να αυξάνεται ο μυϊκός τόνος, παράγοντας εξαρτημένες αντιδράσεις σε άλλα μέρη του σώματος. Για να το αποφύγουμε αυτό, αφού τοποθετήσουμε το παιδί στην κατάλληλη στάση, προσπαθούμε να παράγουμε φωνή, δίνοντάς του ερεθίσματα (οπτικά, ακουστικά, απτικά) και, μόνο όταν επιτύχουμε αυτό, θα πρέπει να εφιστήσουμε την προσοχή του παιδιού στο γεγονός ότι φώναξε.
Στο τελευταίο στάδιο, το παιδί πρέπει να αρχίσει την εκτέλεση αυτών των κινήσεων υπό τον εκούσιο πλέον έλεγχό τους.
Τελειώνοντας, πρέπει να τονίσουμε ότι οι διαταραχές ομιλίας, που είναι αποτέλεσμα της εγκεφαλικής βλάβης, είναι δυνατόν να θεραπευτούν, ή να μετριασθούν, σε κάποιο βαθμό, έτσι ώστε το παιδί να αποκτήσει κατανοητή ομιλία. Σκοπός μας είναι να βοηθήσουμε το παιδί να μπορέσει να εκφράζει τις ανάγκες του και να λάβει, έτσι, ενεργό θέση μέσα στην ομιλούσα κοινωνία.
Σπύρος Θ. Μπαλτάς
Λογοπεδικός – Λογοθεραπευτής