Ανοιχτή επιστολή σε μια νέα γενιά ψυχοθεραπευτών και στους ασθενείς τους

Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου-Γιάννης Ζέρβας

Εκδόσεις ΑΓΡΑ

Μιλήστε για το νόημα της ζωής

Εμείς οι άνθρωποι φαίνεται πως είμαστε πλασμένοι ν’ αναζητούμε τη σημασία, ενώ έχουμε την ατυχία να είμαστε ριγμένοι μέσα σ’ ένα κόσμο κενό από εγγενές νόημα. Μια από τις κυριότερες ασχολίες μας είναι να εφεύρουμε ένα νόημα αρκετά στιβαρό, ώστε να στηρίξει μια ζωή, και να εκτελέσουμε τον περίπλοκο χειρισμό ν’ αρνηθούμε πως αυτό το νόημα είναι δικό μας δημιούργημα. Έτσι καταφέρνουμε να συμπεράνουμε πως το μήνυμα βρισκόταν «κάπου εκεί έξω» και μας περίμενε. Η συνεχής αναζήτηση μας για ουσιαστικά συστήματα νοήματος μάς ρίχνει συχνά σε κρίσεις νοήματος.

Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι έρχονται στη ψυχοθεραπεία επειδή έχουν ανησυχίες για το νόημα της ζωής τους, απ’ όσους νομίζουν οι θεραπευτές. Ο Γιούνγκ ανέφερε πως το ένα τρίτο των ασθενών του ερχόταν να τον δει γι’ αυτόν το λόγο. Αυτό για το οποίο παραπονιούνται μπορεί να πάρει πολύ διαφορετικές μορφές: για παράδειγμα, «Η ζωή μου δεν έχει συνοχή», «Δεν παθιάζομαι με τίποτα», «Γιατί ζω; Για ποιό σκοπό;» «Σίγουρα η ζωή θα έχει κάποιο βαθύτερο νόημα». «Νιώθω τόσο άδειος-βλέπω τηλεόραση κάθε βράδυ κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι τόσο άχρηστος, τόσο χωρίς σκοπό». Ακόμα και τώρα, στα πενήντα μου, δεν ξέρω τί θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω».

ΓιάλομΚάποτε είδα ένα όνειρο (το περιγράφω στο βιβλίο μου «Η μάνα και το νόημα της ζωής»), όπου, ενώ παρέπαια κοντά στο θάνατο σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, βρέθηκα ξαφνικά σε μια διαδρομή του Λούνα Παρκ (το Σπίτι του Τρόμου). Καθώς το τρενάκι ετοιμαζόταν να μπει στο μαύρο στόμα του θανάτου, είδα ξαφνικά τη νεκρή μητέρα μου ανάμεσα στους θεατές και της φώναξα: «Μάνα, μάνα πώς τα πήγα;»

Το όνειρο, και ιδίως αυτό που φώναξα- «Μάνα, μάνα, πώς τα πήγα;»- με απασχόλησε για πολύ καιρό, όχι λόγω των εικόνων θανάτου που περιείχε αλλά εξαιτίας των σκοτεινών υπονοούμενων που κουβαλούσε για το νόημα της ζωής. Αναρωτιόμουν, είναι δυνατόν να έζησα όλη μου τη ζωή με πρωταρχικό σκοπό να κερδίσω την αποδοχή της μητέρας μου; Κι επειδή είχα μια ταραχώδη σχέση μαζί της και όσο ζούσε δεν έδινα μεγάλη αξία στην αποδοχή της, το όνειρο ήταν ακόμη πιο σαρκαστικό.

Η κρίση νοήματος που αναφαίνεται σε αυτό το όνειρο με ώθησε να εξερευνήσω τη ζωή μου με άλλο τρόπο. Σ’ ένα διήγημα που έγραψα αμέσως μετά, ξεκινούσα μια συζήτηση με το φάντασμα της μητέρας μου, για να θεραπεύσω το ρήγμα που υπήρχε ανάμεσά μας και για να καταλάβω πως το νόημα της ζωής της και το νόημα της δικής μου ζωής συμπλέκονταν και ταυτόχρονα συγκρούονταν.

Μερικά βιωματικά εργαστήρια χρησιμοποιούν κάποιες τεχνικές για να ενθαρρύνουν το διάλογο γύρω απ’ το νόημα της ζωής. Ίσως η πιο συνηθισμένη είναι να ρωτάει κανείς αυτούς που συμμετέχουν τί θα ήθελαν να γραφτεί στο τάφο τους. Οι περισσότερες τέτοιες ερωτήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής οδηγούν σε μια συζήτηση στόχων όπως είναι ο αλτρουισμός, ο ηδονισμός, η αφοσίωση σ’ ένα σκοπό, η παραγωγικότητα, η δημιουργικότητα, η αυτοπραγμάτωση. Πολλοί νιώθουν πως τα σχέδια για να κατακτήσει κανείς ένα νόημα για τη ζωή του αποκτούν μια βαθύτερη και ισχυρότερη σημασία αν υπερβαίνουν το εγώ-αν κατευθύνονται δηλαδή προς κάτι ή κάποιον έξω απ’ τον εαυτό τους, όπως η αγάπη για έναν σκοπό, για έναν άνθρωπο, για μια θεϊκή οντότητα.

Οι περισσότεροι νεαροί εκατομμυριούχοι της υψηλής τεχνολογίας που έχω δει συνεχίζουν να κάνουν πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα: ξεκινούν νέες εταιρείες, προσπαθούν να επαναλάβουν την επιτυχία τους. Γιατί; Λένε στον εαυτό τους πως το κάνουν για να αποδείξουν οτι δεν είναι τυχαίοι, ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους, χωρίς συγκεκριμένο συνεργάτη ή καθοδηγητή. Υψώνουν τον πήχυ. Για να νιώσουν οτι οι ίδιοι και οι οικογένειές τους είναι ασφαλείς, δεν τους φτάνουν πια ένα-δύο εκατομμύρια στην τράπεζα. Για να νιώσουν ασφαλείς χρειάζονται πια πέντε, δέκα, ακόμη και πενήντα εκατομμύρια. Όταν έχουν πια πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούν να ξοδέψουν, αντιλαμβάνονται το άσκοπό και παράλογο κυνηγητό του κέρδους αλλά δεν σταματούν.

Γιάλομ 1Καταλαβαίνουν οτι κλέβουν χρόνο απ’ τις οικογένειές τους, απ’ ό,τι αγαπούν περισσότερο στον κόσμο αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν να παίζουν αυτό το παιχνίδι. «Το χρήμα με περιμένει», μου λένε. «Το μόνο που έχω να κάνω είναι να απλώσω το χέρι μου να το πάρω». Νιώθουν υποχρεωμένοι να κλείνουν συνεχώς συμφωνίες.

Ένα μεγαλομεσίτης μού έλεγε οτι ένιωθε πως αν σταματούσε θα εξαφανιζόταν. Πολλοί φοβούνται την ανία-ακόμη και η παραμικρή υποψία ανίας τούς ξαναστέλνει με τα τέσσερα πίσω στο παιχνίδι. Ο Σοπενάουερ έλεγε οτι ποτέ δεν εκπληρώνεται το επιθυμείν- μόλις ικανοποιηθεί μια επιθυμία, εμφανίζεται αμέσως κάποια άλλη. Παρόλο που μπορεί να υπάρχει κάποια πολύ σύντομη ανάπαυλα, κάποια εφήμερη περίοδος κορεσμού, αυτή μεταμορφώνεται αμέσως σε ανία. «Η ζωή κάθε ανθρώπου», έλεγε, «παραπαίει ανάμεσα στην οδύνη και την ανία».

Αντίθετα με τον τρόπο που προσεγγίζω άλλες υπαρξιακές έσχατες έγνοιες (το θάνατο, την απομόνωση, την ελευθερία), θεωρώ πως το νόημα της ζωής προσεγγίζεται καλύτερα με πλάγιο τρόπο. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βυθιστούμε μέσα σ’ ένα από τα πολύ δυνατά νοήματα, ιδίως σ’ ένα που στηρίζεται στην υπέρβαση του εγώ. Αυτό που μετράει είναι η συμμετοχή, και το καλό που κάνουμε εμείς οι θεραπευτές είναι ότι επισημαίνουμε και βοηθάμε ν’ απομακρυνθούν τα εμπόδια προς μια τέτοια συμμετοχή. Η ενεργητική αναζήτηση νοήματος στη ζωή, όπως δίδασκε ο Βούδας, δεν μπορεί να μας μάθει πολλά. Ο άνθρωπος πρέπει να μπει στο ποτάμι της ζωής και ν’ αφήσει το ερώτημα αυτό να το πάρει το ρεύμα.

Πηγή: http://christostsantis.wordpress.com/