Πολλά στοιχεία υποστηρίζουν ότι είναι περισσότερο δύσκολο να μάθεις μια νέα γλώσσα ως ενήλικας παρά ως παιδί, πράγμα που έχει οδηγήσει επιστήμονες να προτείνουν την ύπαρξη μιας «κρίσιμης περιόδου» για την εκμάθηση γλώσσας. Ωστόσο, το μήκος αυτής της περιόδου και οι υποκείμενες αιτίες παραμένουν άγνωστα. Μια νέα μελέτη που έγινε στο ΜΙΤ, υποστηρίζει ότι τα παιδιά παραμένουν πολύ ικανά για την εκμάθηση γραμματικής μιας νέας γλώσσας πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι αναμένονταν – μέχρι την ηλικία των 17 ή 18. Ωστόσο η μελέτη βρήκε επίσης ότι είναι περίπου αδύνατο για τους ανθρώπους να πετύχουν επάρκεια παρόμοια αυτής ενός φυσικού ομιλητή* εκτός αν αρχίσουν να μαθαίνουν μια γλώσσα μέχρι την ηλικία των 10.

«Αν θέλετε να έχετε γνώση της Αγγλικής γραμματικής όμοια με αυτή του φυσικού ομιλητή θα πρέπει να αρχίσετε μέχρι περίπου 10 ετών. Δεν βλέπουμε πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ ανθρώπων που άρχισαν στη γέννηση και ανθρώπων που άρχισαν στα 10, όμως αρχίσαμε να βλέπουμε μια απόκλιση μετά από αυτή», λέει ο Joshua Hartshorne, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Boston College, που διεξήγαγε αυτή τη μελέτη ως μεταδιδακτορικός στο ΜΙΤ.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι άνθρωποι που αρχίζουν να μαθαίνουν μια γλώσσα μεταξύ 10 και 18 θα μαθαίνουν ακόμη γρήγορα, όμως καθώς έχουν ένα συντομότερο παράθυρο πριν η μαθησιακή τους ικανότητα μειωθεί, δεν θα πετύχουν την επάρκεια των φυσικών ομιλητών. Τα ευρήματα βασίζονται στην ανάλυση γραμματικού κουίζ που συμπληρώθηκε από περίπου 670.000 ανθρώπους, που είναι μακράν το μεγαλύτερο σύνολο δεδομένων που οποιοσδήποτε συγκέντρωσε για μια μελέτη της ικανότητας εκμάθησης γλώσσας.

«Ήταν μέχρι τώρα πολύ δύσκολο να πάρεις όλα τα δεδομένα που θα χρειαστείς για να απαντήσεις την ερώτηση – πόσο πολύ διαρκεί η κρίσιμη περίοδος», λέει ο Josh Tenenbaum, καθηγητής εγκεφάλου και γνωστικών επιστημών και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης. «Είναι μια από αυτές τις σπάνιες ευκαιρίες στην επιστήμη όπου μπορούμε να εργαστούμε σε ένα ερώτημα που είναι πολύ παλιό, που πολύ έξυπνοι άνθρωποι σκέφτηκαν σχετικά, έγραψαν σχετικά και έχουν μια νέα οπτική και βλέπουν κάτι που ίσως άλλοι άνθρωποι δεν έχουν».

Ο Steven Pinker, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, είναι ένας επίσης από τους συγγραφείς της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cognition την Πρωτομαγιά.

Αυτοί που μαθαίνουν γρήγορα

Ενώ είναι τυπικό για τα παιδιά να μαθαίνουν γλώσσες πιο εύκολα από ότι οι ενήλικες – ένα φαινόμενο συχνά ορατό σε οικογένειες που μεταναστεύουν σε μια νέα χώρα – αυτή η τάση ήταν δύσκολο να μελετηθεί σε συνθήκες εργαστηρίου. Ερευνητές που έφερναν ενήλικες και παιδιά στο εργαστήριο, τους δίδασκαν ορισμένα νέα στοιχεία της γλώσσας και μετά τους έλεγχαν, βρήκαν ότι οι ενήλικες ήταν πραγματικά καλύτεροι στην μάθηση κάτω από τέτοιες συνθήκες. Τέτοιες μελέτες δεν αναπαράγουν ακριβώς τη διαδικασία της μακροχρόνιας μάθησης, λέει ο Hartshorne. «Ότι και να είναι αυτό που προκύπτει από ότι βλέπουμε στην καθημερινή ζωή με ενήλικες που έχουν δυσκολία στο να κατακτήσουν πλήρως τη γλώσσα, συμβαίνει κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος», αναφέρει.

Η παρακολούθηση ανθρώπων καθώς μαθαίνουν μια γλώσσα κατά τη διάρκεια πολλών ετών είναι δύσκολη και χρονοβόρα, έτσι οι ερευνητές βρήκαν μια διαφορετική προσέγγιση. Αποφάσισαν να παίρνουν στιγμιότυπα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια εκμάθησης Αγγλικών. Μετρώντας τη γραμματική ικανότητα πολλών ανθρώπων διαφορετικών ηλικιών, που άρχισαν να μαθαίνουν Αγγλικά σε διαφορετικές στιγμές στη ζωή τους, μπόρεσαν να έχουν αρκετά δεδομένα για να φτάσουν σε ορισμένα ουσιαστικά συμπεράσματα.

Οι αρχικές εκτιμήσεις του Hartshorne ήταν ότι χρειάζονταν τουλάχιστον μισό εκατομμύριο συμμετέχοντες – πρωτοφανές για αυτό τον τύπο της μελέτης. Για να αντιμετωπίσει την πρόκληση της προσέλκυσης τόσο πολλών υποκειμένων ελέγχου, σχεδίασε να δημιουργήσει ένα κουίζ γραμματικής που θα είναι αρκετά διασκεδαστικό για να γίνει ευρέως γνωστό. Με τη βοήθεια προπτυχιακών του ΜΙΤ, ο Hartshorne έψαξε επιστημονικές δημοσιεύσεις στην εκμάθηση της γλώσσας για να ανακαλύψει γραμματικούς κανόνες πιο πιθανούς να μπερδέψουν τους μη-φυσικούς ομιλητές. Έγραψε ερωτήσεις που θα αποκάλυπταν αυτά τα λάθη, όπως προτάσεις που ο έλεγχος μετράει αν είναι γραμματικά σωστές.

 

Για να δελεάσει περισσότερους ανθρώπους να κάνουν το κουίζ, περιέλαβε επίσης ερωτήσεις που δεν ήταν απαραίτητες για τη μέτρηση της εκμάθησης της γλώσσας, όμως σχεδιάστηκαν για να αποκαλύψουν ποια διάλεκτο Αγγλικών μιλά ο διαγωνιζόμενος. Όπως για παράδειγμα προτάσεις που ένας ομιλητής από τον Καναδά θεωρεί σωστές ενώ περισσότεροι άλλοι ομιλητές όχι. Ώρες μετά που το δεκάλεπτο κουίζ «Ποια Αγγλικά;» αναρτήθηκε στο facebook, έγινε ευρέως γνωστό. «Οι επόμενες λίγες εβδομάδες ξοδεύτηκαν για να κρατηθεί η λειτουργία του ιστότοπου, επειδή το η κίνηση σε αυτόν ήταν σαρωτική», λέει ο Hartshorne. «Να πώς γνώριζα ότι το πείραμα ήταν επαρκώς διασκεδαστικό».

Μια μακρά κρίσιμη περίοδος

Μετά τη συμπλήρωση του διαγωνίσματος, οι χρήστες ρωτήθηκαν να αποκαλύψουν την τρέχουσα ηλικία τους και την ηλικία στην οποία άρχισαν να μαθαίνουν Αγγλικά, καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικά με το γλωσσικό τους υπόβαθρο. Οι ερευνητές κατέληξαν με πλήρη δεδομένα γα 669498 ανθρώπους και καθώς είχαν αυτό το τεράστιο ποσό δεδομένων, είχαν να βγάλουν άκρη με το πώς θα το αναλύσουν. «Είχαμε να διαχωρίσουμε πόσο χρόνια κάποιος σπούδασε αυτή τη γλώσσα, όταν άρχισε να την μιλάει και τι είδους επαφή είχαν: Έμαθαν σε τάξη ή μετανάστευσαν σε μια Αγγλόφωνη χώρα;», αναφέρει ο Hartshorne.

Οι ερευνητές ανέπτυξαν και έλεγξαν μια ποικιλία υπολογιστικών μοντέλων για να δουν ποιο είναι πιο συνεπές με τα αποτελέσματά τους και βρήκαν ότι η καλύτερη εξήγηση για τα δεδομένα τους είναι ότι η ικανότητα εκμάθησης της γραμματικής παραμένει ισχυρή μέχρι την ηλικία των 17 ή 18. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η κρίσιμη περίοδος για εκμάθηση γλώσσας είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι οι γνωστικοί επιστήμονες είχαν προηγουμένως θεωρήσει. «Ήταν έκπληξη για εμάς», λέει ο Hartshorne. «Η συζήτηση ήταν πέρα από το αν μειώνεται από τη γέννηση, αρχίζει μειούμενη στην ηλικία των 5 ετών ή αρχίζει μειούμενη στην έναρξη της εφηβικής ηλικίας».

Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι οι ενήλικες είναι ακόμη καλοί στο να μάθουν ξένες γλώσσες, όμως δεν θα μπορέσουν να φθάσουν στο επίπεδο ενός φυσικού ομιλητή αν αρχίσουν να μαθαίνουν ως έφηβοι ή ως ενήλικες. Ακόμη, άγνωστο είναι τι οδηγεί την κρίσιμη περίοδο να τελειώσει στην ηλικία των 18. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι πολιτιστικοί παράγοντες μπορεί να παίζουν ρόλο, όμως μπορεί επίσης να είναι οι αλλαγές στην πλαστικότητα του εγκεφάλου που συμβαίνει περίπου σε αυτή την ηλικία.

«Είναι πιθανό ότι υπάρχει μια βιολογική αλλαγή. Είναι επίσης πιθανό να είναι κάτι κοινωνικό ή πολιτιστικό», λέει ο Tenenbaum. «Υπάρχει χονδρικά μια περίοδος που ένας ανήλικος ωριμάζει, στις περισσότερες κοινωνίες, στην ηλικία των 17 ή 18 ετών. Μετά από αυτή, αφήνεις το σπίτι σου, ίσως εργάζεσαι με πλήρες ωράριο ή γίνεσαι ένας εξειδικευμένος φοιτητής πανεπιστημίου. Όλα αυτά μπορεί να επιδρούν στο ρυθμό εκμάθησης για οποιαδήποτε γλώσσα».

Ο Hartshorne σχεδιάζει τώρα να τρέξει μερικές σχετικές μελέτες στο εργαστήριό του στο Boston College, συμπεριλαμβανομένης μίας στην οποία θα συγκρίνει φυσικούς και μη-φυσικούς ομιλητές Ισπανικών. Σχεδιάζει επίσης να μελετήσει αν ατομικές οπτικές της γραμματικής έχουν διαφορετικές κρίσιμες περιόδους και αν άλλα στοιχεία της γλωσσικής ικανότητας, όπως η προφορά, έχουν μια συντομότερη κρίσιμη περίοδο.

Οι ερευνητές ελπίζουν επίσης ότι άλλοι επιστήμονες θα χρησιμοποιήσουν τα δεδομένα τους, τα οποία έχουν αναρτήσει στο διαδίκτυο, για επιπρόσθετες μελέτες.

Πηγή: ΜΙΤ news μέσω egno.gr